κλιβανεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(20)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κλιβανεύς
|Medium diacritics=κλιβανεύς
|Low diacritics=κλιβανεύς
|Capitals=ΚΛΙΒΑΝΕΥΣ
|Transliteration A=klibaneús
|Transliteration B=klibaneus
|Transliteration C=klivanefs
|Beta Code=klibaneu/s
|Definition=v. [[κριβανεύς]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.

Revision as of 10:53, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιβανεύς Medium diacritics: κλιβανεύς Low diacritics: κλιβανεύς Capitals: ΚΛΙΒΑΝΕΥΣ
Transliteration A: klibaneús Transliteration B: klibaneus Transliteration C: klivanefs Beta Code: klibaneu/s

English (LSJ)

v. κριβανεύς.

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.

Greek Monolingual

ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος]]
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).