μαυλίζω: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(24) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μαυλίζω | |||
|Medium diacritics=μαυλίζω | |||
|Low diacritics=μαυλίζω | |||
|Capitals=ΜΑΥΛΙΖΩ | |||
|Transliteration A=maulízō | |||
|Transliteration B=maulizō | |||
|Transliteration C=mavlizo | |||
|Beta Code=mauli/zw | |||
|Definition=v. [[μαστροπεύω]], Hsch. s.v. [[μαστροπός]], Sch. Ar. ''Nu.'' 976. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]]. | |mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
v. μαστροπεύω, Hsch. s.v. μαστροπός, Sch. Ar. Nu. 976.
Greek Monolingual
και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [[[μαύλις]] (Ι)]
εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
νεοελλ.
1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
2. προσελκύω θηράματα με μίμηση της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
3. πλανεύω, ξελογιάζω.