προσγίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(34) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=προσγίνομαι | |||
|Medium diacritics=προσγίνομαι | |||
|Low diacritics=προσγίνομαι | |||
|Capitals=ΠΡΟΣΓΙΝΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=prosgínomai | |||
|Transliteration B=prosginomai | |||
|Transliteration C=prosginomai | |||
|Beta Code=prosgi/nomai | |||
|Definition=Ionic and later for [[προσγίγνομαι]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 31 January 2021
English (LSJ)
Ionic and later for προσγίγνομαι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῑς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).