πέλειος: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
(6_4)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πέλειος
|Medium diacritics=πέλειος
|Low diacritics=πέλειος
|Capitals=ΠΕΛΕΙΟΣ
|Transliteration A=péleios
|Transliteration B=peleios
|Transliteration C=peleios
|Beta Code=pe/leios
|Definition=v. [[lividus]], ''Gloss.''
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] schwarz, schwärzlich, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] schwarz, schwärzlich, Hesych.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλειος''': «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.
|lstext='''πέλειος''': «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πελείους]]<br />Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς [[γέροντας]] καὶ τὰς πρεσβύτιδας»<br /><b>2.</b> [[πελιδνός]], [[μαυροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πέλειος]] έχει</i> σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. [[πέλεια]] «[[αγριοπερίστερο]]». Η [[ερμηνεία]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[πελείους]]<br /><i>Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς [[γέροντας]] καὶ τὰς πρεσβύτιδας</i>» οφείλεται στο γκριζωπό [[χρώμα]] τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (<b>βλ.</b> και λ. [[πέλεια]]). Η [[γραφή]], [[τέλος]], <i>πελίους</i>, <i>πελίας</i> οφείλεται στη [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[πελιός]] «[[ωχρομέλας]], [[πελιδνός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πελιδνός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλειος Medium diacritics: πέλειος Low diacritics: πέλειος Capitals: ΠΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: péleios Transliteration B: peleios Transliteration C: peleios Beta Code: pe/leios

English (LSJ)

v. lividus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας»
2. πελιδνός, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» οφείλεται στο γκριζωπό χρώμα τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (βλ. και λ. πέλεια). Η γραφή, τέλος, πελίους, πελίας οφείλεται στη σύνδεση της λ. με το επίθ. πελιός «ωχρομέλας, πελιδνός» (βλ. λ. πελιδνός)].