καστόρειος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(b)
 
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καστόρειος
|Medium diacritics=καστόρειος
|Low diacritics=καστόρειος
|Capitals=ΚΑΣΤΟΡΕΙΟΣ
|Transliteration A=kastóreios
|Transliteration B=kastoreios
|Transliteration C=kastoreios
|Beta Code=kasto/reios
|Definition=or [[καστόριος]], α, ον, [[of the beaver]], [[ὄρχεις]] Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κάστωρ]]· [[αἷμα]] Dsc. 2.24; — esp. [[καστόρειον]] or [[καστόριον]], τό, [[castor]], secretion found in the body of the beaver, used in medicine, ''Anon. Lond.'' 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. ''in GC'' 65.29, etc.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber. S. auch nom. pr. unter [[Κάστωρ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber. S. auch nom. pr. unter [[Κάστωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καστόρειος]], -ον (Α) [[Κάστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του [[Διός]] και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ καστόρειον [[μέλος]]» — ή «ὁ [[καστόρειος]] [[ὕμνος]]» — πολεμικό [[άσμα]] τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με [[συνοδεία]] αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν [[μάχη]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόρειος Medium diacritics: καστόρειος Low diacritics: καστόρειος Capitals: ΚΑΣΤΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kastóreios Transliteration B: kastoreios Transliteration C: kastoreios Beta Code: kasto/reios

English (LSJ)

or καστόριος, α, ον, of the beaver, ὄρχεις Hsch. s.v. κάστωρ· αἷμα Dsc. 2.24; — esp. καστόρειον or καστόριον, τό, castor, secretion found in the body of the beaver, used in medicine, Anon. Lond. 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. in GC 65.29, etc.

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.

Greek Monolingual

καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.