δελτοειδής: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deltoeidis | |Transliteration C=deltoeidis | ||
|Beta Code=deltoeidh/s | |Beta Code=deltoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[delta-shaped]], [[triangular]], Hsch. s.v. [[καρχήσιον]]; of the [[deltoid]] muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>10.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[delta-shaped]], [[triangular]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[καρχήσιον]]; of the [[deltoid]] muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>10.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:36, 1 February 2021
English (LSJ)
ές, A delta-shaped, triangular, Hsch. s.v. καρχήσιον; of the deltoid muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.Oss.10.
German (Pape)
[Seite 544] ές, dreieckig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δελτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα τοῦ δέλτα, τριγωνικός, Ἡσύχ. ἐν λ. καρχήσιον.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que tiene forma de delta, triangular ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.
2 anat. que tiene forma de delta σχῆμα Gal.2.354
•subst. ὁ δ. deltoide Gal.2.356, 359, 18(1).306.
3 subst. ὁ δ. n. de un apósito Ps.Sor.Quaest.242.
II adv. -ῶς en forma de delta o triangular δ. ἐπίκειται Ruf.Oss.10.
Greek Monolingual
-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα του γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση του ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].