σωματηγός: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatigos | |Transliteration C=somatigos | ||
|Beta Code=swmathgo/s | |Beta Code=swmathgo/s | ||
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrying a body]], i.e. [[used for riding]], σ. ἡμίονος Suid. s.v. [[ἀστράβη]].</span> | |Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrying a body]], i.e. [[used for riding]], σ. ἡμίονος Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀστράβη]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:54, 1 February 2021
English (LSJ)
όν, (ἄγω) A carrying a body, i.e. used for riding, σ. ἡμίονος Suid. s.v. ἀστράβη.
German (Pape)
[Seite 1060] 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτηγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων σῶμα, χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. ἡμίονος Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀστράβη.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Μ
φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» — μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].