ζευγηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζευγ-ηλά˘της, ου, [[ἐλαύνω]]<br />the [[driver]] of a [[yoke]] of oxen, [[teamster]], Xen.
|mdlsjtxt=ζευγ-ηλᾰ́της, ου, [[ἐλαύνω]]<br />the [[driver]] of a [[yoke]] of oxen, [[teamster]], Xen.
}}
}}

Revision as of 10:11, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγηλάτης Medium diacritics: ζευγηλάτης Low diacritics: ζευγηλάτης Capitals: ΖΕΥΓΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: zeugēlátēs Transliteration B: zeugēlatēs Transliteration C: zevgilatis Beta Code: zeughla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr.616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. ζευγηλ-ᾰτρίς, ίδος, S.Fr.878.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν ζεῦγος βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’une attelage de chevaux ou de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
βλ. ζευγολάτης.

Greek Monotonic

ζευγηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ζεύγος βοδιών για να οργώσει τη γη, ζευγολάτης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζευγηλάτης: ου (ᾰ) ὁ идущий за запряженным плугом, т. е. землепашец, пахарь Soph., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγηλάτης -ου, ὁ [ζεῦγος, ἐλαύνω] voerman van een span. Xen. An. 6.1.9.

Middle Liddell

ζευγ-ηλᾰ́της, ου, ἐλαύνω
the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.