κιθάρισμα: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=κῐθᾰ́ρισμα, ατος, τό, [[κιθαρίζω]]<br />that [[which]] is played on the [[cithara]], a [[piece]] of [[music]] for it, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 4 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, A that which is played on the cithara, a piece of music for it, Pl.Prt.326b, Max.Tyr.7.6, Ach.Tat.2.1, D.C.63.26; κ. ἐκ Βακχῶν Εὐριπίδου SIG648B8 (Delph., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1437] τό, das auf der Cither Gespielte, Plat. Prot. 326 b u. Sp., wie D. Cass. 63, 26.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθάρισμα: ᾰ, τό, τὸ ἐπὶ τῆς κιθάρας κρουόμενον μέλος, μελῳδία διὰ τὴν κιθάραν, Πλάτ. Πρωτ. 326Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
son de la cithare ; morceau de musique joué sur la cithare, composé pour la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
το (Α κιθάρισμα) κιθαρίζω
νεοελλ.
το παίξιμο της κιθάρας
αρχ.
η μελωδία πού παίζεται στην κιθάρα, που έχει συντεθεί για κιθάρα.
Greek Monotonic
κῐθάρισμα: [ᾰ], -ατος, τό (κιθαρίζω), αυτό που παίζεται στην κιθάρα, κομμάτι μουσικής σ' αυτήν, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθάρισμα -ατος, τό [κιθαρίζω] muziekstuk voor de citer.
Russian (Dvoretsky)
κῐθάρισμα: ατος (θᾰ) τό исполняемая на кифаре вещь: ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐντείνειν Plat. подбирать стихи к музыкальным произведениям.
Middle Liddell
κῐθᾰ́ρισμα, ατος, τό, κιθαρίζω
that which is played on the cithara, a piece of music for it, Plat.