λακπάτητος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λακ- | |mdlsjtxt=λακ-πᾰ́τητος, ον [λάξ]<br />trampled on, Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 4 February 2021
English (LSJ)
ον, A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).
German (Pape)
[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λαξπάτητος.
Greek Monolingual
λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).
Greek Monotonic
λακπάτητος: [πᾰ], -ον (λάξ), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λακπάτητος: (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный (χαρά Soph.).
Middle Liddell
λακ-πᾰ́τητος, ον [λάξ]
trampled on, Soph.