νησαῖος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νησαῑος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[νησί]], ο [[νησιωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νησαίη</i><br />μία από τις Νηρηίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νησαῑον [[πεδίον]]» — [[πεδιάδα]] της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>, [[κατά]] το <i>λιμν</i>-<i>αίος</i>].
|mltxt=νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[νησί]], ο [[νησιωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νησαίη</i><br />μία από τις Νηρηίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νησαῖον [[πεδίον]]» — [[πεδιάδα]] της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>, [[κατά]] το <i>λιμν</i>-<i>αίος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησαῖος Medium diacritics: νησαῖος Low diacritics: νησαίος Capitals: ΝΗΣΑΙΟΣ
Transliteration A: nēsaîos Transliteration B: nēsaios Transliteration C: nisaios Beta Code: nhsai=os

English (LSJ)

α, Ion. η, ον, A insular, χώρα, πόλις, E.Tr.188 (lyr.), Ion 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός AP9.242 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

νησαῖος: α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, νησιωτικός, χώρα, πόλις Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς ὄνομα Νηρηΐδος, Νησαίη.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.

Greek Monolingual

νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)
1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίη
μία από τις Νηρηίδες
3. φρ. «Νησαῖον πεδίον» — πεδιάδα της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].

Greek Monotonic

νησαῖος: -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε νησί, νησιωτικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νησαῖος: островной (πόλις, ὄρη Eur.; πορθμός Anth.).

Middle Liddell

of an island, insular, Eur.

English (Woodhouse)

of an island

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)