ὁδαῖος: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ [[οδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) (για τον Ερμή) [[ενόδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ | |mltxt=ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ [[οδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) (για τον Ερμή) [[ενόδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὁδαῖα</i><br />το [[φορτίο]] που μεταφέρει ο [[έμπορος]], εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, (ὁδός) A = ἐνόδιος, of Hermes, Id. (s.v.l.). II ὁδαῖα, τά, that for which a merchant travels, merchandise (obtained in exchange for his φόρτος or first freight), Od.8.163, 15.445 ; though a Sch. explains it as = ἐφόδια, Lat. viaticum ; cf. ὁδάω.
German (Pape)
[Seite 291] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν ἐφόδιον; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδαῖος: α, ον. (ὁδὸς) = ἐνόδιος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ ἔμπορος ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = ἐφόδια, Λατ. viaticum· πρβλ. ὁδάω.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l’on transporte, cargaison.
Étymologie: ὁδός.
English (Autenrieth)
(ὁδός): belonging to a journey, pl. ὁδαῖα, freight, cargo, Od. 8.163 and Od. 15.445.
Greek Monolingual
ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδός
μσν.
κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῖα
το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.
Greek Monotonic
ὁδαῖος: -α, -ον (ὁδός), = ἐνόδιος· ὁδαῖα, τά, αγαθά μαζί με τα οποία ταξιδεύει ένας έμπορος, το φορτίο του, πραμάτεια, εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδαῖος: путевой, дорожный Hom.
Middle Liddell
ὁδαῖος, η, ον ὁδός
= ἐνόδιος:—ὁδαῖα, ων, τὰ goods with which a merchant travels, his freight, Od.