ἐπίπαγος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῑς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῖς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ пена, накипь ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ пена, накипь ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπᾰγος Medium diacritics: ἐπίπαγος Low diacritics: επίπαγος Capitals: ΕΠΙΠΑΓΟΣ
Transliteration A: epípagos Transliteration B: epipagos Transliteration C: epipagos Beta Code: e)pi/pagos

English (LSJ)

ὁ, (ἐπιπήγνυμι) A congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς 11, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d’un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῖς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπᾰγος: ὁ пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.