καταλαλώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(19)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς [[θύραζε]] ταῡτα καταλαλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]] κάποιον με τη [[φλυαρία]] μου<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον.
|mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς [[θύραζε]] ταῡτα καταλαλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]] κάποιον με τη [[φλυαρία]] μου<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον.
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM καταλαλῶ, -έω)
κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.)
αρχ.
1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.)
2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον.