μύηση: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(26) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μύησις]]) [[μυώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του μυώ, η [[κατήχηση]] και η [[εισαγωγή]] κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ | |mltxt=η (ΑΜ [[μύησις]]) [[μυώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του μυώ, η [[κατήχηση]] και η [[εισαγωγή]] κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῑς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[προσηλυτισμός]], η [[προσχώρηση]] και η [[συμμετοχή]] κάποιου σε μυστική [[υπόθεση]] ή [[κίνηση]] θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η [[μύηση]] στη Φιλική Εταιρεία»)<br /><b>2.</b> [[τελετή]] με την οποία γίνεται η [[πρόσληψη]] κάποιου σε μυστική [[εταιρεία]] ή σε θρησκευτική [[αδελφότητα]], η [[μυσταγωγία]]<br /><b>3.</b> [[εκμάθηση]] τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («[[μύηση]] στην [[αγιογραφία]]»)<br />(μσν. -αρχ.) το [[βάπτισμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ μύησις) μυώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυώ, η κατήχηση και η εισαγωγή κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῑς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) προσηλυτισμός, η προσχώρηση και η συμμετοχή κάποιου σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η μύηση στη Φιλική Εταιρεία»)
2. τελετή με την οποία γίνεται η πρόσληψη κάποιου σε μυστική εταιρεία ή σε θρησκευτική αδελφότητα, η μυσταγωγία
3. εκμάθηση τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («μύηση στην αγιογραφία»)
(μσν. -αρχ.) το βάπτισμα.