υπηρετώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(43)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῑν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῑσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῑς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῑν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῑσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Greek Monolingual

ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῑν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῑσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῡμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).