συντέλεση: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(40)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συντέλεσις]], -έσεως, ΝΑ [[συντελώ]]<br /><b>1.</b> [[αποπεράτωση]] («[[συντέλεσις]] τοῡ ναοῡ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πραγματοποίηση]].
|mltxt=η / [[συντέλεσις]], -έσεως, ΝΑ [[συντελώ]]<br /><b>1.</b> [[αποπεράτωση]] («[[συντέλεσις]] τοῦ ναοῡ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πραγματοποίηση]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωσησυντέλεσις τοῦ ναοῡ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.