συζευγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(39)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῡ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῡ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν ζεύγνυμι / ζευννύω]
1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.)
2. συνδέω με τον δεσμό του γάμου ζευγαρώνω, παντρεύω (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», ΚΔ
β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», Ευρ.
γ. «ὁ νόμος... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. «συνεζευγμένη μέθοδος»
μαθ. μέθοδος συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την λύση προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών
αρχ.
1. βάζω μαζί στον ζυγό, ζεύωοὔτε... ἄρμα δήπου ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», Ξεν.)
2. (το παθ.) συζεύγνυμαι
α) (για πράγμ.) σπαν. είμαι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, είμαι συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.
β. «συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», Αριστοτ.)
β) μτφ. συνάπτω («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», Ευρ.).

Greek Monolingual

συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν ζεύγνυμι / ζευννύω]
1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.)
2. συνδέω με τον δεσμό του γάμου ζευγαρώνω, παντρεύω (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», ΚΔ
β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», Ευρ.
γ. «ὁ νόμος... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. «συνεζευγμένη μέθοδος»
μαθ. μέθοδος συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την λύση προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών
αρχ.
1. βάζω μαζί στον ζυγό, ζεύωοὔτε... ἄρμα δήπου ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», Ξεν.)
2. (το παθ.) συζεύγνυμαι
α) (για πράγμ.) σπαν. είμαι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, είμαι συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.
β. «συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», Αριστοτ.)
β) μτφ. συνάπτω («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», Ευρ.).