συμπλήρωση: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(39) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συμπλήρωσις]], -ώσεως ΝΜΑ [[συμπληρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[ολοκλήρωση]], η [[περάτωση]] (α. «η [[συμπλήρωση]] του έργου του» β. «η [[συμπλήρωση]] τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ | |mltxt=η / [[συμπλήρωσις]], -ώσεως ΝΜΑ [[συμπληρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[ολοκλήρωση]], η [[περάτωση]] (α. «η [[συμπλήρωση]] του έργου του» β. «η [[συμπλήρωση]] τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῦ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ.<br />δ. «τὴν [[ἔξωθεν]] ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμπλήρωση]] θέσεων» — [[τοποθέτηση]] αρμόδιων υπαλλήλων και στελεχών σε κενές θέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειοποίηση]] («πρὸς συμπλήρωσιν διαγωγῆς κρείττονος», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[εκπλήρωση]] («ἐκ μεταμελείας ἐλθοῡσα εἰς συμπλήρωσιν τελειότητος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρωση]], [[γέμισμα]] («φρέατα... [[νύκτωρ]] πληροῡσθαι... [[ἐπειδὴ]] δὲ συμπίπτει κατὰ τὸν τῆς συμπληρώσεως καιρὸν ἡ [[ἄμπωτις]]», Στραθ.)<br /><b>2.</b> [[πληρότητα]] στην [[έκφραση]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[έμφραξη]] τών αιμοφόρων αγγείων. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
Greek Monolingual
η / συμπλήρωσις, -ώσεως ΝΜΑ [[συμπληρῶ, -ώνω]]
η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση του έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῦ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ.
δ. «τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπλήρωση θέσεων» — τοποθέτηση αρμόδιων υπαλλήλων και στελεχών σε κενές θέσεις
μσν.-αρχ.
1. τελειοποίηση («πρὸς συμπλήρωσιν διαγωγῆς κρείττονος», Μεθόδ.)
2. εκπλήρωση («ἐκ μεταμελείας ἐλθοῡσα εἰς συμπλήρωσιν τελειότητος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. πλήρωση, γέμισμα («φρέατα... νύκτωρ πληροῡσθαι... ἐπειδὴ δὲ συμπίπτει κατὰ τὸν τῆς συμπληρώσεως καιρὸν ἡ ἄμπωτις», Στραθ.)
2. πληρότητα στην έκφραση
3. ιατρ. έμφραξη τών αιμοφόρων αγγείων.