στόμωση: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(38)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στόμωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[στομῶ</i> / -<i>ώνω]]<br />η [[σκλήρυνση]] του σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε [[κρύο]] [[νερό]], ενώ [[είναι]] πυρακτωμένα, η [[μεταβολή]] τους σε χάλυβα, [[βαφή]], [[βάψιμο]], ατσάλωμα («[[στόμωσις]] πελέκεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάνοιξη]] οργάνου του σώματος με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]] του λόγου («[[στόμα]] πολλὴν ἔχον στόμωσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τους στωικούς φιλοσ.) ο [[σχηματισμός]] της ψυχής με [[συμπύκνωση]] του πνεύματος («[[καθάπερ]] στομώσει τῇ περιψύξει τοῡ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>4.</b> [[ενίσχυση]], [[ενδυνάμωση]].
|mltxt=η / [[στόμωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[στομῶ</i> / -<i>ώνω]]<br />η [[σκλήρυνση]] του σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε [[κρύο]] [[νερό]], ενώ [[είναι]] πυρακτωμένα, η [[μεταβολή]] τους σε χάλυβα, [[βαφή]], [[βάψιμο]], ατσάλωμα («[[στόμωσις]] πελέκεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάνοιξη]] οργάνου του σώματος με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]] του λόγου («[[στόμα]] πολλὴν ἔχον στόμωσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τους στωικούς φιλοσ.) ο [[σχηματισμός]] της ψυχής με [[συμπύκνωση]] του πνεύματος («[[καθάπερ]] στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>4.</b> [[ενίσχυση]], [[ενδυνάμωση]].
}}
}}

Latest revision as of 18:48, 25 March 2021

Greek Monolingual

η / στόμωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στομῶ / -ώνω]]
η σκλήρυνση του σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.)
αρχ.
1. διάνοιξη οργάνου του σώματος με χειρουργική επέμβαση
2. δεξιοτεχνία του λόγου («στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν», Σοφ.)
3. (κατά τους στωικούς φιλοσ.) ο σχηματισμός της ψυχής με συμπύκνωση του πνεύματος («καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)
4. ενίσχυση, ενδυνάμωση.