χορηγώ: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ | |mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῦ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
Greek Monolingual
χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῦ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).