ἐπάγερσις: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάγερσις]], η (Α) [[επαγείρω]]<br />[[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]] στρατού [[εναντίον]] εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπάγερσις]], η (Α) [[επαγείρω]]<br />[[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]] στρατού [[εναντίον]] εχθρού («Ξέρξης τοῦ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγερσις Medium diacritics: ἐπάγερσις Low diacritics: επάγερσις Capitals: ΕΠΑΓΕΡΣΙΣ
Transliteration A: epágersis Transliteration B: epagersis Transliteration C: epagersis Beta Code: e)pa/gersis

English (LSJ)

εως, ἡ, A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.

Greek Monolingual

ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῦ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).

Middle Liddell

ἐπάγερσις, εως [from ἐπᾰγείρω]
a mustering of forces, Hdt.