ὑποκηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [[κηρύσσω]]<br /><b>1.</b> [[διακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]] με κήρυκα («ὑπεκήρυξε<br />τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ [[κήρυκος]] φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ὑποκηρύσσομαι]]<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] σε [[δημοπρασία]] με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).
|mltxt=και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [[κηρύσσω]]<br /><b>1.</b> [[διακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]] με κήρυκα («ὑπεκήρυξε<br />τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῦ [[κήρυκος]] φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ὑποκηρύσσομαι]]<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] σε [[δημοπρασία]] με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).
}}
}}

Revision as of 18:59, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκηρύσσω Medium diacritics: ὑποκηρύσσω Low diacritics: υποκηρύσσω Capitals: ΥΠΟΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: hypokērýssō Transliteration B: hypokēryssō Transliteration C: ypokirysso Beta Code: u(pokhru/ssw

English (LSJ)

A proclaim by herald, c. inf. fut., PRev.Laws53.18 (iii B. C.), cf. AB312:—Med., have a thing proclaimed or cried, esp. for sale, Aeschin.3.41; σεαυτὸν ὑ. εἰς πάντας advertising yourself, Pl. Prt.349a; σιωπὴν ὑ. D.H.9.48: c. acc. et inf., J.AJ3.6.1.

German (Pape)

[Seite 1220] att. -ττω, gew. im med., durch den Herold od. Ausrufer öffentlich bekannt machen od. ausrufen lassen, Poll. 4, 94; dah. zum Verkauf öffentlich feil bieten lassen, Plat. Prot. 348 e; Aesch. 3, 41; vgl. B. A. 312 u. Phot.

French (Bailly abrégé)

faire vendre par un crieur, mettre en vente;
Moy. ὑποκηρύσσομαι;
1 m. sign.
2 faire publier ou commander par la voix du héraut ; proclamer publiquement.
Étymologie: ὑπό, κηρύσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α κηρύσσω
1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε
τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῦ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)
2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι
εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).