διοργανώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διοργανῶ, -όω)<br />[[τακτοποιώ]], [[διατάσσω]] [[κατάλληλα]] τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προετοιμάζω]] βάσει σχεδίου και [[ολοκληρώνω]] [[έργο]], [[εκδήλωση]], [[επιχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διοργανοῡμαι</i><br />(για [[έμβρυο]]) [[αποκτώ]] όργανα.
|mltxt=(AM διοργανῶ, -όω)<br />[[τακτοποιώ]], [[διατάσσω]] [[κατάλληλα]] τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προετοιμάζω]] βάσει σχεδίου και [[ολοκληρώνω]] [[έργο]], [[εκδήλωση]], [[επιχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διοργανοῦμαι</i><br />(για [[έμβρυο]]) [[αποκτώ]] όργανα.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM διοργανῶ, -όω)
τακτοποιώ, διατάσσω κατάλληλα τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό σύνολο
νεοελλ.
προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση, επιχείρηση
αρχ.
διοργανοῦμαι
(για έμβρυο) αποκτώ όργανα.