παραμυθούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
(31)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ<br />[[καταπραΰνω]] τον σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις, [[παρηγορώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελαττώνω]], [[μειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[θάρρος]] σε κάποιον με τα [[λόγια]] μου, [[ενθαρρύνω]], [[συμβουλεύω]]<br /><b>3.</b> [[μετριάζω]] («τὸ τῆς μοναρχίας [[ὄνομα]] παραμυθούμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[εκτός]], [[παραμερίζω]]<br /><b>5.</b> [[απαλλάσσω]], [[συγχωρώ]]<br /><b>6.</b> [[υποστηρίζω]] κάποια [[θέση]]<br /><b>7.</b> [[διασαφηνίζω]], [[εξηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μυθοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]])].
|mltxt=-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ<br />[[καταπραΰνω]] τον σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις, [[παρηγορώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελαττώνω]], [[μειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[θάρρος]] σε κάποιον με τα [[λόγια]] μου, [[ενθαρρύνω]], [[συμβουλεύω]]<br /><b>3.</b> [[μετριάζω]] («τὸ τῆς μοναρχίας [[ὄνομα]] παραμυθούμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[εκτός]], [[παραμερίζω]]<br /><b>5.</b> [[απαλλάσσω]], [[συγχωρώ]]<br /><b>6.</b> [[υποστηρίζω]] κάποια [[θέση]]<br /><b>7.</b> [[διασαφηνίζω]], [[εξηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μυθοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έομαι και παραμυθώ, -έω / παραμυθοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ
καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ
μσν.-αρχ.
ελαττώνω, μειώνω
αρχ.
1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου, ενθαρρύνω, συμβουλεύω
3. μετριάζω («τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα παραμυθούμενος», Πλούτ.)
4. θέτω εκτός, παραμερίζω
5. απαλλάσσω, συγχωρώ
6. υποστηρίζω κάποια θέση
7. διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυθοῦμαι (< μῦθος)].