μηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>ότης</i>, <i>τοξ</i>-<i>ότης</i>). Το <i>μηλ</i>-<i>άτης</i> έχει προέλθει πιθ. με [[απλολογία]] από τ. <i>μηλ</i>-<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαυνω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[βοηλάτης]].
|mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>ότης</i>, <i>τοξ</i>-<i>ότης</i>). Το <i>μηλ</i>-<i>άτης</i> έχει προέλθει πιθ. με [[απλολογία]] από τ. <i>μηλ</i>-<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαυνω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[βοηλάτης]].
}}
}}

Revision as of 18:07, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλάτης Medium diacritics: μηλάτης Low diacritics: μηλάτης Capitals: ΜΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: mēlátēs Transliteration B: mēlatēs Transliteration C: milatis Beta Code: mhla/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A shepherd, Eust.877.50, Zonar.; μηλάταν τὸν ποιμένα Βοιωτοί, and μηλόται· ποιμένες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μηλάτης: ὁ, ποιμήν, Ζωναρ. 1357, Εὐστ. 877. 50· μηλάταν (ἢ μηλατὰν) τὸν ποιμένα Βοιωτοί, καὶ μηλόται· ποιμένες Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μηλάτης και μηλότης, ὁ (Α)
ο ποιμένας (α. «μηλόται
ποιμένες», Ησύχ.
β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ-ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. -ότης (πρβλ. ιππ-ότης, τοξ-ότης). Το μηλ-άτης έχει προέλθει πιθ. με απλολογία από τ. μηλ-ηλάτης (< μῆλον (II) + -ηλάτης < ἐλαυνω), πρβλ. βοηλάτης.