προσπαθώ: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(35) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσπαθῶ, -έω, ΝΜΑ [[προσπαθής]]<br /><b>1.</b> [[εντείνω]] συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]], [[αποπειρώμαι]] («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υφίσταμαι]] την [[επίδραση]] από την [[επαφή]] με [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[ευαίσθητος]] σε [[κάτι]] ( | |mltxt=προσπαθῶ, -έω, ΝΜΑ [[προσπαθής]]<br /><b>1.</b> [[εντείνω]] συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]], [[αποπειρώμαι]] («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υφίσταμαι]] την [[επίδραση]] από την [[επαφή]] με [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[ευαίσθητος]] σε [[κάτι]] («προσπαθεῖν τῇ ὕλῃ», Δαμάσκ. Αρχ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αισθάνομαι]] [[αγάπη]] γεμάτη [[πάθος]] για κάποιον ή [[κάτι]] ή [[νιώθω]] σφοδρή [[συμπάθεια]] για κάποιον ή για [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
προσπαθῶ, -έω, ΝΜΑ προσπαθής
1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού
2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει»)
μσν.-αρχ.
υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι, γίνομαι ευαίσθητος σε κάτι («προσπαθεῖν τῇ ὕλῃ», Δαμάσκ. Αρχ.)
αρχ.
αισθάνομαι αγάπη γεμάτη πάθος για κάποιον ή κάτι ή νιώθω σφοδρή συμπάθεια για κάποιον ή για κάτι.