χολερικός: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη | |mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῖν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[χολέρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άτομο]] χολερικής ιδιοσυγκρασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χολερική [[ιδιοσυγκρασία]]» — [[τύπος]] ιδιοσυγκρασίας [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] [[είναι]] ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χολερικῶς</i> Α<br /><b>φρ.</b> «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από [[χολέρα]] (Διογ. Λαέρ.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χολερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ больной холерой Plut.<br />холерный или похожий на холеру ([[πάθη]] Sext.). | |elrutext='''χολερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ больной холерой Plut.<br />холерный или похожий на холеру ([[πάθη]] Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 26 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or like cholera, (πάθεα) Hp.Epid.7.82, cf. S.E.P.1.131. 2 of persons, suffering from cholera, Dsc.4.4, Gal.6.564, Plu.2.831b. 3 χολερικῇ ληφθῆναι to be attacked by cholera, D.L.6.76. 4 liable to produce cholera, Xenocr. ap. Orib.2.58.84.
German (Pape)
[Seite 1363] zur Krankheit χολέρα gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφθῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.
Greek (Liddell-Scott)
χολερικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς χολέραν ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, πάθεα Ἱππ. 1230Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 131. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων ἐκ χολέρας, Διοσκ. 4. 4, Πλούτ. 2. 831Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐντεῦθεν, χ. ληφθῆναι, προσβληθῆναι ὑπὸ χολέρας, Διογ. Λαέρτ. 6. 76.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
malade du choléra, cholérique.
Étymologie: χολέρα.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χολερικός, -ή, -όν, ΝΑ χολέρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῖν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα
3. ως ουσ. άτομο χολερικής ιδιοσυγκρασίας
νεοελλ.
φρ. «χολερική ιδιοσυγκρασία» — τύπος ιδιοσυγκρασίας κατά την οποία το άτομο είναι ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς.
επίρρ...
χολερικῶς Α
φρ. «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από χολέρα (Διογ. Λαέρ.).
Russian (Dvoretsky)
χολερικός: II ὁ больной холерой Plut.
холерный или похожий на холеру (πάθη Sext.).