υπογραμμός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπογραμμός]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[δείγμα]] για [[γραφή]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τύπος]] και [[υπογραμμός]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πρότυπο]] για [[μίμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διδαχή]], [[μάθημα]] («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ [[σωτήρ]], μὴ φρονεῑν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για το [[δέρμα]] του γυναικείου προσώπου [[κάτω]] από τα βλέφαρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίγραμμα]], [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε [[σειρά]] λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
|mltxt=ο / [[ὑπογραμμός]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[δείγμα]] για [[γραφή]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τύπος]] και [[υπογραμμός]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πρότυπο]] για [[μίμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διδαχή]], [[μάθημα]] («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ [[σωτήρ]], μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για το [[δέρμα]] του γυναικείου προσώπου [[κάτω]] από τα βλέφαρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίγραμμα]], [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε [[σειρά]] λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
}}
}}

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ υπογράφω
1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα
2. παράδειγμα, πρότυπο
νεοελλ.
φρ. «τύπος και υπογραμμός»
(για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση
μσν.-αρχ.
διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)
μσν.
βαφή για το δέρμα του γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρα
αρχ.
1. περίγραμμα, σχέδιο
2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).