λάτρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάτρευμα]], τὸ (Α) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λατρεύματα</i><br />α) [[υπηρεσία]] που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή [[υπηρεσία]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[λατρεία]] που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («ὅς με... Ἑλλάδι [[λάτρευμα]] γᾱθεν ἐξορίζει», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[λάτρευμα]], τὸ (Α) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λατρεύματα</i><br />α) [[υπηρεσία]] που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή [[υπηρεσία]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[λατρεία]] που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («ὅς με... Ἑλλάδι [[λάτρευμα]] γᾱθεν ἐξορίζει», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτρευμα Medium diacritics: λάτρευμα Low diacritics: λάτρευμα Capitals: ΛΑΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: látreuma Transliteration B: latreuma Transliteration C: latrevma Beta Code: la/treuma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl., A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357. 2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.). II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 18] τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.

Greek (Liddell-Scott)

λάτρευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, ἐπίπονος, ὀδυνηρὰ ὑπηρεσία, Σοφ. Τρ. 357· ― ὑπηρεσία, λατρεία εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = λάτρις, ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, δοῦλος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service de mercenaire ; p. ext. service des dieux, culte.
Étymologie: λατρεύω.

Greek Monolingual

λάτρευμα, τὸ (Α) λατρεύω
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάτρευμα: -ατος, τό,
I. 1. στον πληθ., μισθωτή υπηρεσία, πόνων λατρεύματα, επίπονη, οδυνηρή υπηρεσία, σε Σοφ.
2. υπηρεσία, λατρεία στους θεούς, σε Ευρ.
II. = λάτρις, μισθωτός υπηρέτης, δούλος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λάτρευμα: ατος τό
1) Soph. = λατρεία 1;
2) pl. Eur. = λατρεία 2;
3) слуга, раб (λ. τινα γᾶθεν ἐξορίζειν Eur.).

Middle Liddell

λάτρευμα, ατος, τό,
I. in pl. service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, Soph.
2. service paid to the gods, worship, Eur.
II. = λάτρις, a slave, Eur. [from λατρεύω