προξενώ: Difference between revisions
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(34) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προξενῶ, -έω, ΝΜΑ [[πρόξενος]]<br />[[προκαλώ]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[αίτιος]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ξίφος]] έξω από τη [[θήκη]] / [[πλέον]] ανδρείαν σού προξενεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ<br />γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[δίνω]] καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.<br />β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόξενος]], έχω δικαιοδοσίες προξένου («[[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ως [[πρόξενος]] («[[τότε]] πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστατεύω]], [[υποστηρίζω]] κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου | |mltxt=προξενῶ, -έω, ΝΜΑ [[πρόξενος]]<br />[[προκαλώ]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[αίτιος]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ξίφος]] έξω από τη [[θήκη]] / [[πλέον]] ανδρείαν σού προξενεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ<br />γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[δίνω]] καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.<br />β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόξενος]], έχω δικαιοδοσίες προξένου («[[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ως [[πρόξενος]] («[[τότε]] πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστατεύω]], [[υποστηρίζω]] κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, [[δίκαιος]] ὤν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συμβουλεύω]], [[δίνω]] οδηγίες σε έναν [[ξένο]] («ὦ φίλταθ', ὡς νῡν πᾱν τελοῡντι προξένει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] την [[ευκαιρία]], [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον («καὶ ὁ [[θεός]] δι' εὐμένειαν προξενεῑ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 27 March 2021
Greek Monolingual
προξενῶ, -έω, ΝΜΑ πρόξενος
προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ.
β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ
γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, δίνω καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.
β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», Δημοσθ.)
αρχ.
1. είμαι πρόξενος, έχω δικαιοδοσίες προξένου («οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», Δημοσθ.)
2. ενεργώ ως πρόξενος («τότε πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», Δημοσθ.)
3. προστατεύω, υποστηρίζω κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, δίκαιος ὤν», Ευρ.)
4. συμβουλεύω, δίνω οδηγίες σε έναν ξένο («ὦ φίλταθ', ὡς νῡν πᾱν τελοῡντι προξένει», Σοφ.)
5. δίνω την ευκαιρία, παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον («καὶ ὁ θεός δι' εὐμένειαν προξενεῑ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», Ξεν.).