εναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(11)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]].
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐναπολαμβάνω (Α)
1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», Αριστοτ.)
2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι
3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.