εναπολαμβάνω

Greek Monolingual

ἐναπολαμβάνω (Α)
1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», Αριστοτ.)
2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι
3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.