ενθένδε: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(12)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθένδε]] και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) από εδώ, από [[εκεί]] («στῆτε παρ' ἐμέ..., [[ἐνθένδε]] θ' ὑμεΐς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη<br /><b>3.</b> (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, [[μετά]] απ' αυτό<br /><b>4.</b> από ή σύμφωνα με την ακόλουθη [[σκέψη]] («[[ἐνθένδε]] ἂν μᾱλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῡτα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> απ' αυτήν ακριβώς την [[πόλη]] («ἐνθένδ' [[αὐτόθεν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με [[άρθρο]] ως επίθ.) ο [[εξής]], ο [[ακόλουθος]], ο [[περαιτέρω]] («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>].
|mltxt=[[ἐνθένδε]] και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) από εδώ, από [[εκεί]] («στῆτε παρ' ἐμέ..., [[ἐνθένδε]] θ' ὑμεΐς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη<br /><b>3.</b> (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, [[μετά]] απ' αυτό<br /><b>4.</b> από ή σύμφωνα με την ακόλουθη [[σκέψη]] («[[ἐνθένδε]] ἂν μᾶλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῡτα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> απ' αυτήν ακριβώς την [[πόλη]] («ἐνθένδ' [[αὐτόθεν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με [[άρθρο]] ως επίθ.) ο [[εξής]], ο [[ακόλουθος]], ο [[περαιτέρω]] («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)
επίρρ.
1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ' ἐμέ..., ἐνθένδε θ' ὑμεΐς», Αριστοφ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη
3. (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, μετά απ' αυτό
4. από ή σύμφωνα με την ακόλουθη σκέψηἐνθένδε ἂν μᾶλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῡτα», Πλάτ.)
5. απ' αυτήν ακριβώς την πόλη («ἐνθένδ' αὐτόθεν», Αριστοφ.)
6. (με άρθρο ως επίθ.) ο εξής, ο ακόλουθος, ο περαιτέρω («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεν + -δε].