υποτείνω: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - " »" to "»") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)<br /><b>5.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> εκτείνομαι [[αποκάτω]] ή [[απέναντι]] από κάποιο [[σημείο]] («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ [[γραμμή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποτείνομαι</i><br />[[προτείνω]] [[ερώτημα]] ή [[ζήτημα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ [[καλῶς]] καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />A<br /><b>βλ.</b> [[υποτίνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημα («ὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).
(II)
A
βλ. υποτίνω.