ευδοκώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)<br />[[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦν
|mltxt=(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)<br />[[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦν
αι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> συγκατατίθεμαι να [[κάνω]] [[κάτι]] ύστερα από πολλή [[δυσκολία]] («ο [[ταμίας]] ευδόκησε να μού δώσει τον [[μισθό]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η [[κατάσταση]] του καιρού το επιτρέπει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με την ευμένειά μου, με την [[αγάπη]] μου, [[ευνοώ]] («οὗτός ἐστιν ὁ [[υἱός]] μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]] («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] με κάποιον, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμάζω]] («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[προθυμοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευπρόσδεκτος]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]] («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ [[ὅλως]] εὐδόκει τὸ [[γεγονός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐδοκοῦμαι</i><br />[[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) ευνοούμαι, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]]<br />β) επιδοκιμάζομαι, [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκώ]].
αι ὑμῖν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> συγκατατίθεμαι να [[κάνω]] [[κάτι]] ύστερα από πολλή [[δυσκολία]] («ο [[ταμίας]] ευδόκησε να μού δώσει τον [[μισθό]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η [[κατάσταση]] του καιρού το επιτρέπει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με την ευμένειά μου, με την [[αγάπη]] μου, [[ευνοώ]] («οὗτός ἐστιν ὁ [[υἱός]] μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]] («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] με κάποιον, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμάζω]] («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[προθυμοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευπρόσδεκτος]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]] («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ [[ὅλως]] εὐδόκει τὸ [[γεγονός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐδοκοῦμαι</i><br />[[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) ευνοούμαι, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]]<br />β) επιδοκιμάζομαι, [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκώ]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 28 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)
αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦν αι ὑμῖν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου»)
2. φρ. «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η κατάσταση του καιρού το επιτρέπει
μσν.-αρχ.
1. περιβάλλω κάποιον με την ευμένειά μου, με την αγάπη μου, ευνοώ («οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)
2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνῶ, συγκατανεύω («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», Πολ.)
αρχ.
1. είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάποιον ή σε κάτι («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», Πολ.)
2. επιδοκιμάζω («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)
3. είμαι πρόθυμος, προθυμοποιούμαι
4. είμαι ευπρόσδεκτος, γίνομαι αποδεκτός («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ ὅλως εὐδόκει τὸ γεγονός», Πολ.)
5. θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι
6. μέσ. εὐδοκοῦμαι
είμαι ευχαριστημένος
7. παθ. α) ευνοούμαι, ευτυχώ, ευημερώ
β) επιδοκιμάζομαι, γίνομαι αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δοκώ.