εφημέριος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφημέριος]], -ον, Α και [[ἐφημέριος]], -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό [[είτε]] [[μόνος]] [[είτε]] κατ' [[εναλλαγή]] με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν [[μαζί]] του στον ίδιο ναό<br /><b>2.</b> (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως [[λειτουργός]] του θεού, [[κατόπιν]] τυπικής εκλογής από τους ενορίτες<br /><b>μσν.</b><br />ὁ [[ἐφημέριος]]<br />ο [[επόπτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[καθημερινός]], της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας [[ὑπὲρ]] παίδων», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται μόνο για μια [[μέρα]] («ἐφημέρια φρονέοντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]], ο [[βραχυχρόνιος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ ἐφημέριοι</i> (ενν. <i>άνθρωποι</i>)<br />εφήμερα πλάσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α. «[[λάτρις]] [[ἐφημέριος]]» — [[υπηρέτης]] [[ημερομίσθιος]]<br />β. «[[μισθός]] [[ἐφημέριος]]» — το [[ημερομίσθιο]], το [[μεροκάματο]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφημέριον</i><br />το [[διάστημα]] μιας ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφημέριος]], -ον, Α και [[ἐφημέριος]], -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό [[είτε]] [[μόνος]] [[είτε]] κατ' [[εναλλαγή]] με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν [[μαζί]] του στον ίδιο ναό<br /><b>2.</b> (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως [[λειτουργός]] του θεού, [[κατόπιν]] τυπικής εκλογής από τους ενορίτες<br /><b>μσν.</b><br />ὁ [[ἐφημέριος]]<br />ο [[επόπτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[καθημερινός]], της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῖσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας [[ὑπὲρ]] παίδων», Κ. Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται μόνο για μια [[μέρα]] («ἐφημέρια φρονέοντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]], ο [[βραχυχρόνιος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ ἐφημέριοι</i> (ενν. <i>άνθρωποι</i>)<br />εφήμερα πλάσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α. «[[λάτρις]] [[ἐφημέριος]]» — [[υπηρέτης]] [[ημερομίσθιος]]<br />β. «[[μισθός]] [[ἐφημέριος]]» — το [[ημερομίσθιο]], το [[μεροκάματο]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφημέριον</i><br />το [[διάστημα]] μιας ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμέρ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐφημέριος, -ον, Α και ἐφημέριος, -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
1. ο ιερέας που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό είτε μόνος είτε κατ' εναλλαγή με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν μαζί του στον ίδιο ναό
2. (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως λειτουργός του θεού, κατόπιν τυπικής εκλογής από τους ενορίτες
μσν.
ἐφημέριος
ο επόπτης
μσν.-αρχ.
ο καθημερινός, της ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῖσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», Πλούτ.
β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας ὑπὲρ παίδων», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. αυτός που γίνεται μόνο για μια μέρα («ἐφημέρια φρονέοντες», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο βραχυχρόνιος
4. (το αρσ. πληθ.) οἱ ἐφημέριοι (ενν. άνθρωποι)
εφήμερα πλάσματα
5. φρ. α. «λάτρις ἐφημέριος» — υπηρέτης ημερομίσθιος
β. «μισθός ἐφημέριος» — το ημερομίσθιο, το μεροκάματο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφημέριον
το διάστημα μιας ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμέρ-ιος (< ἡμέρα)].