κόρακος: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόρακος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόρακοι</i><br />σκυθική [[λέξη]] [[αντί]] <i>φίλιοι δαίμονες</i> («κοράκους | |mltxt=[[κόρακος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόρακοι</i><br />σκυθική [[λέξη]] [[αντί]] <i>φίλιοι δαίμονες</i> («κοράκους καλεῖσθαι, τοῦτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ [[ὥσπερ]] ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>κοράξαι</i>, παρ. ρ. του [[κόραξ]] που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
ὁ, a plaster, Paul.Aeg.7.17. II pl., Scythian for φίλιοι δαίμονες, Luc. Tox.7.
German (Pape)
[Seite 1484] ὁ, ein Fisch; Xenocrat. 12; Speusipp. bei Ath. III, 105 b, v. l. κόραξος. – Nach Luc. Tox. 7 in scythischer Sprache = φίλιοι δαίμονες.
Greek (Liddell-Scott)
κόρακος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Ξενοκρ. 12· ― ἐν Σπευσίππ. παρ’ Ἀθην. 105Β, ἀναγνωστέον κάραβον. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. Κόραξοι.
French (Bailly abrégé)
gén. sg. de κόραξ.
Greek Monolingual
κόρακος, ὁ (Α)
1. είδος εμπλάστρου
2. στον πληθ. οἱ κόρακοι
σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῖσθαι, τοῦτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ. του κόραξ που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].