περιαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε [[λεπίδα]] χαλκῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαρμόζομαι</i><br />[[φορώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[είμαι]] προσαρτημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]] («περὶ ὃ δὲ τοῦτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («τοῖς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε [[λεπίδα]] χαλκῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαρμόζομαι</i><br />[[φορώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[είμαι]] προσαρτημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]] («περὶ ὃ δὲ τοῦτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρμόζω Medium diacritics: περιαρμόζω Low diacritics: περιαρμόζω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: periarmózō Transliteration B: periarmozō Transliteration C: periarmozo Beta Code: periarmo/zw

English (LSJ)

A fasten, fit on, Pl.Ax.366a; τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40; τάφον τινί Philostr.Her.1.2:—Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec.274; of things, to be fastened on, περί τι Arist.HA500a9; τῷ πέρατι Antyll. ap. Orib. 10.19.4; τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c. II intr., fit closely round, Arist.Mech.854a22.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περιαρμόζω: προσαρμόζω τι κύκλῳ, Πλάτ. Ἀξ. 366Α· τοῖς θυρεοῖς π. λεπίδα χαλκῆν Πλουτ. Κάμιλλ. 40. ― Παθ., ἐπὶ προσώπων, πώγωνας περιηρμοσμέναι, ἔχουσαι προσδεδεμένους πώγωνας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 271· ἐπὶ πραγμάτων, προσαρτῶμαι ἐπί τινος, ἐπιδένομαι, περί τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 37. ΙΙ. ἀμετάβ., στενῶς ἁρμόζω πανταχόθεν, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ajuster tout autour : τινί τι PLUT une chose à une autre.
Étymologie: περί, ἁρμόζω.

Greek Monolingual

Α
1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῖς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.)
2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές
3. μέσ. περιαρμόζομαι
φορώ
4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῦτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

περιαρμόζω: προσαρμόζω κάτι σε κύκλο, τί τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιαρμόζω:
1) прилаживать, прикреплять, приделывать (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;
2) плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-αρμόζω rondom bevestigen; ook med.: τούτους περιηρμοσμέναι met die (nepbaarden) aan jullie hoofd (vastgemaakt) Aristoph. Eccl. 274.

Middle Liddell

fut. σω
to fit on all round, τί τινι Plut.