συνεπισπώ: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(39) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («[[ἵππος]]...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξεμώ]], [[ξερνώ]] [[πολλά]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεπισπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) [[συμπαρασύρω]] [[μαζί]] μου στην [[καταστροφή]] («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για μαγνήτη) [[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν [[σίδηρον]]», Επίκ.)<br />γ) (για αρθρώσεις του σώματος) [[συνδέω]], [[συνάπτω]] ( | |mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («[[ἵππος]]...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξεμώ]], [[ξερνώ]] [[πολλά]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεπισπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) [[συμπαρασύρω]] [[μαζί]] μου στην [[καταστροφή]] («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για μαγνήτη) [[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν [[σίδηρον]]», Επίκ.)<br />γ) (για αρθρώσεις του σώματος) [[συνδέω]], [[συνάπτω]] («ἑαυτοῖς συνεπισπᾱσθαι τοὺς σπονδύλους», <b>Γαλ.</b>)<br />δ) [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («συνεπισπάσασθαι [[κακά]]», Φιλόδ.)<br />ε) [[παίρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου, [[πείθω]] κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾱσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», <b>Πολ.</b>)<br />στ) [[εισπνέω]] συγχρόνως («[[ὥστε]] οἱ ἐν ἀκμῇ [[πλείω]] συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπισπῶ</i> «[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου»]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («[[ἵππος]]...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξεμώ]], [[ξερνώ]] [[πολλά]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεπισπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) [[συμπαρασύρω]] [[μαζί]] μου στην [[καταστροφή]] («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για μαγνήτη) [[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν [[σίδηρον]]», Επίκ.)<br />γ) (για αρθρώσεις του σώματος) [[συνδέω]], [[συνάπτω]] ( | |mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («[[ἵππος]]...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξεμώ]], [[ξερνώ]] [[πολλά]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεπισπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) [[συμπαρασύρω]] [[μαζί]] μου στην [[καταστροφή]] («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για μαγνήτη) [[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν [[σίδηρον]]», Επίκ.)<br />γ) (για αρθρώσεις του σώματος) [[συνδέω]], [[συνάπτω]] («ἑαυτοῖς συνεπισπᾱσθαι τοὺς σπονδύλους», <b>Γαλ.</b>)<br />δ) [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («συνεπισπάσασθαι [[κακά]]», Φιλόδ.)<br />ε) [[παίρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου, [[πείθω]] κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾱσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», <b>Πολ.</b>)<br />στ) [[εισπνέω]] συγχρόνως («[[ὥστε]] οἱ ἐν ἀκμῇ [[πλείω]] συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπισπῶ</i> «[[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί
αρχ.
μέσ. συνεπισπῶμαι, -άομαι
α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», Πλάτ.)
β) (για μαγνήτη) έλκω προς το μέρος μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν σίδηρον», Επίκ.)
γ) (για αρθρώσεις του σώματος) συνδέω, συνάπτω («ἑαυτοῖς συνεπισπᾱσθαι τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
δ) προκαλώ, προξενώ («συνεπισπάσασθαι κακά», Φιλόδ.)
ε) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, πείθω κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾱσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», Πολ.)
στ) εισπνέω συγχρόνως («ὥστε οἱ ἐν ἀκμῇ πλείω συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισπῶ «έλκω προς το μέρος μου»].
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί
αρχ.
μέσ. συνεπισπῶμαι, -άομαι
α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», Πλάτ.)
β) (για μαγνήτη) έλκω προς το μέρος μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν σίδηρον», Επίκ.)
γ) (για αρθρώσεις του σώματος) συνδέω, συνάπτω («ἑαυτοῖς συνεπισπᾱσθαι τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
δ) προκαλώ, προξενώ («συνεπισπάσασθαι κακά», Φιλόδ.)
ε) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, πείθω κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾱσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», Πολ.)
στ) εισπνέω συγχρόνως («ὥστε οἱ ἐν ἀκμῇ πλείω συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισπῶ «έλκω προς το μέρος μου»].