συνεπισπώ

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῖθρον», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί
αρχ.
μέσ. συνεπισπῶμαι, -άομαι
α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», Πλάτ.)
β) (για μαγνήτη) έλκω προς το μέρος μου («συνεπισπᾶσθαι τὸν σίδηρον», Επίκ.)
γ) (για αρθρώσεις του σώματος) συνδέω, συνάπτω («ἑαυτοῖς συνεπισπᾶσθαι τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
δ) προκαλώ, προξενώ («συνεπισπάσασθαι κακά», Φιλόδ.)
ε) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, πείθω κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾶσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», Πολ.)
στ) εισπνέω συγχρόνως («ὥστε οἱ ἐν ἀκμῇ πλείω συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισπῶ «έλκω προς το μέρος μου»].