παρασυναπτικός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρασυνάπτομαι]]<br /><b>φρ.</b> «[[παρασυναπτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την [[προσθήκη]] ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν<br />εἰσὶ δὲ οἵδε, [[ἐπεί]], [[ἐπείπερ]], [[ἐπειδή]], ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρασυνάπτομαι]]<br /><b>φρ.</b> «[[παρασυναπτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την [[προσθήκη]] ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῦσιν<br />εἰσὶ δὲ οἵδε, [[ἐπεί]], [[ἐπείπερ]], [[ἐπειδή]], ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρασῠναπτικός:''' грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный ([[σύνδεσμος]]).
|elrutext='''παρασῠναπτικός:''' грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный ([[σύνδεσμος]]).
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασυναπτικός Medium diacritics: παρασυναπτικός Low diacritics: παρασυναπτικός Capitals: ΠΑΡΑΣΥΝΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parasynaptikós Transliteration B: parasynaptikos Transliteration C: parasynaptikos Beta Code: parasunaptiko/s

English (LSJ)

σύνδεσμος, connective particle which implies a fact, i.e. causal (e.g. ἐπεί as opp. εἰ), DT. 642.25, ADysc. Conj. 220.14, al., Simp. in Ph. 9.29.

German (Pape)

[Seite 501] ή, όν, daneben, damit verbindend, Gramm., z. B. B. A. 643, 1; Schol. Eur. Hec. 779.

Greek (Liddell-Scott)

παρασυναπτικός: σύνδεσμος, «παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ’ ὑπάρξεως καὶ τάξιν δηλοῦσιν· εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεὶ, ἐπείπερ. ἑπειδή, ἐπειδήπερ» Α. Β. 643, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρασυνάπτομαι
φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῦσιν
εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.).

Russian (Dvoretsky)

παρασῠναπτικός: грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный (σύνδεσμος).