θριδάκινος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(1ab) |
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θρῐδάκῐνος, η, ον<br />of [[lettuce]], Luc. [from | |mdlsjtxt=θρῐδάκῐνος, η, ον<br />of [[lettuce]], Luc. [from θρῐ́δαξ] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 7 April 2021
German (Pape)
[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.
Greek Monolingual
θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.
Greek Monotonic
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θρῑδάκῐνος: (ᾰ) похожий на латук, салатный (φύλλα Luc.).
Middle Liddell
θρῐδάκῐνος, η, ον
of lettuce, Luc. [from θρῐ́δαξ]