χαλκοχίτων: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=χαλκοχῐ́των | ||
|Medium diacritics=χαλκοχίτων | |Medium diacritics=χαλκοχίτων | ||
|Low diacritics=χαλκοχίτων | |Low diacritics=χαλκοχίτων |
Revision as of 09:13, 7 April 2021
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A bronze-clad, Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.
German (Pape)
[Seite 1332] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse (litt. à la tunique) d’airain.
Étymologie: χαλκός, χιτών.
English (Autenrieth)
ωνος: brazen-clad.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χρυσο-χίτων].
Greek Monotonic
χαλκοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах (Τρῶες, Κρῆτες Hom.).
Middle Liddell
χαλκο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
brass-clad, Il.