δύσφραστος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσφραστος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος ἢ ἑρμηνευόμενος, [[μυστηριώδης]], Πλάτ. Τιμ. 50C· - [[καθόλου]], [[δύσκολος]], κέλευθα Ὀππ. Ἀλ. 2. 60. ΙΙ. ἐνεργ., [[μετὰ]] δυσκολίας ὁμιλῶν. - Ἐπίρρ. -τως, Λυκ. 1466.
|lstext='''δύσφραστος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος ἢ ἑρμηνευόμενος, [[μυστηριώδης]], Πλάτ. Τιμ. 50C· - [[καθόλου]], [[δύσκολος]], κέλευθα Ὀππ. Ἀλ. 2. 60. ΙΙ. ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας ὁμιλῶν. - Ἐπίρρ. -τως, Λυκ. 1466.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσφραστος Medium diacritics: δύσφραστος Low diacritics: δύσφραστος Capitals: ΔΥΣΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsphrastos Transliteration B: dysphrastos Transliteration C: dysfrastos Beta Code: du/sfrastos

English (LSJ)

ον, A hard to tell or explain, mysterious, Pl.Ti.50c: generally, difficult, κέλευθα Opp.H.2.60. II Act., speaking with difficulty, γλῶσσα Ezek.Exag.114. Adv. -τως Lyc.1466.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu sagen, unerklärlich; Plat. Tim. 50 c; κέλευθα, schwer zu bemerken, Opp. H. 2, 60. – Adv., Lycophr. 1466. – Act., = schwer aussprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δύσφραστος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος ἢ ἑρμηνευόμενος, μυστηριώδης, Πλάτ. Τιμ. 50C· - καθόλου, δύσκολος, κέλευθα Ὀππ. Ἀλ. 2. 60. ΙΙ. ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας ὁμιλῶν. - Ἐπίρρ. -τως, Λυκ. 1466.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar τρόπον τινὰ δύσφραστον καὶ θαυμαστόν Pl.Ti.50c, cf. Plot.6.5.8, μυστήρια A.Andr.Gr.65.2, θέαμα Plot.6.9.10, τεκμήρια Them.Or.23.287d
neutr. plu. subst. τὰ δύσφραστα las cosas difíciles de explicar ἐπὶ τῶν δυσφράστων καὶ δυσνοήτων Zen.1.57
de una expresión difícil de pronunciar Sch.Er.Il.14.283-284
fig. difícil de distinguir κέλευθα Opp.H.2.60.
2 que habla con dificultad γλῶσσα Ezech.114.
II adv. -ως
1 enigmáticamente ἑλικτὰ κωτίλλουσα δ. ἔπη emitiendo enigmáticamente palabras enrevesadas de Casandra, Lyc.1466.
2 incorrectamente οὕτω ... φησι βαρβάρως καὶ δ. Sch.Ar.Au.1680.

Greek Monolingual

δύσφραστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, μυστηριώδης («τρόπον τινὰ δύσφραστον»)
2. δύσκολος
3. αυτός που μιλά με δυσκολία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσφραστος -ον [δυσ-, φράζω] moeilijk te beschrijven.

Russian (Dvoretsky)

δύσφραστος: трудно выразимый, неизъяснимый (δ. καὶ θαυμαστός Plat.).