κτέρεα: Difference between revisions
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτέρεα''': τά, ([[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει ἑνικ. [[κτέρος]])· ― δῶρα νεκρικά, τὰ ὁποῖα ἐκαίοντο | |lstext='''κτέρεα''': τά, ([[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει ἑνικ. [[κτέρος]])· ― δῶρα νεκρικά, τὰ ὁποῖα ἐκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ (Μόσχ. 4. 33, Ἡσύχ.), καὶ [[καθόλου]], τιμαὶ ἐπικήδειοι, [[κτέρεα]] κτερεΐξαι, τὰ νενομισμένα τοῖς νεκροῖς ἐναγίσματα τελέσαι, Λατ. parentalia parentare, Ὀδ. Α. 291, πρβλ. Β. 222, Ἰλ. Ω. 38, κτλ.· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 514. 2) παρὰ μεταγεν., ὑφάσματα δι’ ὧν περιετυλίσσετο ὁ [[νεκρός]], «σάβανα», ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
τά (no sg. in use), A funeral gifts, burnt with the dead, Mosch.4.33, Hsch.: generally, funeral honours, ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι Od.1.291, cf. 2.222, Il.24.38, etc.; ἔλαχον κτερέων Od.5.311; τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Epigr.Gr.514 (Maced.). 2 later, wrappers for the dead, shroud, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς A.R.1.254.
German (Pape)
[Seite 1518] τά (der nom. sing. τὸ κτέρος u. κτέρας kommt nicht vor; es ist auch wohl ein von dem vorigen verschiedenes Wort, od. wenigstens nicht mit demselben auf κτάομαι zurückzuführen, wenn auch der Zusammenhang zwischen γέρας, γδέρας, κτέρας, den Ahrens behauptet, etwas fern zu liegen scheint); Dinge, die man den Todten bei der Bestattung gleichsam als Eigenthum oder als Ehrengeschenk mitgiebt, Dinge, die dem Abgeschiedenen im Leben besonders lieb gewesen u. die man auf dem Scheiterhaufen mit ihm verbrannte; κτέρεα κτερεΐζειν begreift alles zum vollständigen, feierlichen Leichenbegängniß Gehörige in sich; σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐζειν Od. 1, 291. 2, 222, vgl. 3, 285 Il. 24, 38;. κτερέων λαχεῖν Od. 5, 311; einzeln bei sp. D.; πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης Hosch. 4, 3; bei Ap. Rh. 1, 254 ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς = in Leichentücher gehüllt.
Greek (Liddell-Scott)
κτέρεα: τά, (οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἑνικ. κτέρος)· ― δῶρα νεκρικά, τὰ ὁποῖα ἐκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ (Μόσχ. 4. 33, Ἡσύχ.), καὶ καθόλου, τιμαὶ ἐπικήδειοι, κτέρεα κτερεΐξαι, τὰ νενομισμένα τοῖς νεκροῖς ἐναγίσματα τελέσαι, Λατ. parentalia parentare, Ὀδ. Α. 291, πρβλ. Β. 222, Ἰλ. Ω. 38, κτλ.· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 514. 2) παρὰ μεταγεν., ὑφάσματα δι’ ὧν περιετυλίσσετο ὁ νεκρός, «σάβανα», ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254.
French (Bailly abrégé)
εων (τά) :
honneurs funèbres et sacrifices pour honorer un mort : κτέρεα κτερεΐζειν IL rendre les derniers devoirs.
Étymologie: cf. κτέρας.
English (Autenrieth)
pl.: possessions burned in honor of the dead upon the funeralpyre, hence funeral honors, obsequies (extremi honores), always with κτερεΐζειν.
Spanish
Greek Monolingual
κτέρεα, τὰ (Α)
1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.)
2. επικήδειες τιμές
3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. κτέρας.
Greek Monotonic
κτέρεα: τά (δεν υπάρχει ενικός κτέρας σε χρήση), δώρα νεκρικά που καίγονταν μαζί με το νεκρό, νεκρικές τιμές, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κτέρεα: τά торжественная отдача последнего долга, погребальные почести: κ. κτερεΐζειν или κτερίζειν Hom. справлять погребальные обряды.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτέρεα -έων, τά [~ κτέρας] alleen plur. dodengaven.
Middle Liddell
κτέρεα, τά, [no sg. κτέρας in use]
funeral gifts, burnt with the dead, funeral honours, Hom.