πτισάνη: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτῐσάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[πτίσσω]]), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· [[πτισάνης]] χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. [[ποτὸν]] λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», [[ἐνίοτε]] | |lstext='''πτῐσάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[πτίσσω]]), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· [[πτισάνης]] χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. [[ποτὸν]] λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», [[ἐνίοτε]] μετὰ τῶν ἐπιθέτων παχεῖα ἢ ὅλη, [[ὅταν]] συνυπάρχῃ καὶ ἡ χονδροαλεσμένη [[κριθή]], ἐν εἴδει πόλτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν χυλὸν [[ἤτοι]] τὸ διὰ τοῦ ἠθμοῦ κριθαρόνερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 885· ἀμφότερα δὲ ἀντιτίθενται τῇ λέξει ποτόν, [[αὐτόθι]] 395· πτισάνειν ἕψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 201, πρβλ. 364, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:15, 20 April 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (πτίσσω) A peeled barley, Nicopho 15; πτισάνης χυλός Hp.Acut.6. II barley gruel, πτισάνη παχεῖα, opp. χυλός (barley water), ib.7,10; both opp. ποτόν, ib.68; πτισάνην ἕψειν Ar.Fr.159, cf. 412, Alex.142.3, PCair.Zen.710.76 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, enthülsete Gerste, Gerstengraupen, u. ein davon gemachter Absud, Gerstentrank, τὰς κριθὰς ποίει τοῖς τεκνίοις πτισάνην, Lucill. 95 (XI, 259); Hippocr.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ, (πτίσσω), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· πτισάνης χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. ποτὸν λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», ἐνίοτε μετὰ τῶν ἐπιθέτων παχεῖα ἢ ὅλη, ὅταν συνυπάρχῃ καὶ ἡ χονδροαλεσμένη κριθή, ἐν εἴδει πόλτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν χυλὸν ἤτοι τὸ διὰ τοῦ ἠθμοῦ κριθαρόνερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 885· ἀμφότερα δὲ ἀντιτίθενται τῇ λέξει ποτόν, αὐτόθι 395· πτισάνειν ἕψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 201, πρβλ. 364, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 orge mondé;
2 tisane d’orge mondé.
Étymologie: πτίσσω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα
αρχ.
αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτισάνη (< πτισσάνη, με απλοποίηση τών -σσ-) < πτίσσω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ανη / -ανον (πρβλ. λάχπτισάνη -ανο-ν, πλάτ-ανο-ς, πήγ-ανο-ν). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tisana / ptisana και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. -γαλλ. tisane)].
Greek Monotonic
πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ (πτίσσω), ξεφλουδισμένο κριθάρι· ποτό που κατασκευάζεται από αυτό, κριθαρόνερο, αφέψημα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτισάνη -ης, ἡ [πτίσσω] gepelde gerst:; πτισάνης... χυλός gerstesap Hp. Acut. 6; gerstepap:. πτισάνη παχεῖα dikke gerstepap Hp. Acut. 7.
Russian (Dvoretsky)
πτῐσάνη: (ᾰ) ἡ [πτισσω] ячменный (преимущ.) напиток или отвар Arph., Plut., Anth.
Middle Liddell
πτῐσᾰ́νη, ἡ, πτίσσω
peeled barley: a drink made thereof, barley-water, a ptisan, Ar.