σπευστός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ [[μετὰ]] προθυμίας, Α. Β. 63.
|lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπεύδω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να σπεύσει [[κανείς]] να κάνει.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπεύδω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να σπεύσει [[κανείς]] να κάνει.
}}
}}

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστός Medium diacritics: σπευστός Low diacritics: σπευστός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: speustós Transliteration B: speustos Transliteration C: spefstos Beta Code: speusto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.

German (Pape)

[Seite 921] adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπεύδω
αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.