συμμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμαίνομαι''': [[μετὰ]] πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., [[μαίνομαι]] [[ὁμοῦ]], συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.
|lstext='''συμμαίνομαι''': μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., [[μαίνομαι]] [[ὁμοῦ]], συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμαίνομαι Medium diacritics: συμμαίνομαι Low diacritics: συμμαίνομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symmaínomai Transliteration B: symmainomai Transliteration C: symmainomai Beta Code: summai/nomai

English (LSJ)

pf. 2 συμμέμηνα: aor. συνεμάνην [ᾰ]:—A to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.Salt.83, v.l. in LXX 4 Ma. 10.13; ὁ μαινομένοις μὴ συμμαινόμενος οὗτος μαίνεται prov. ap. Suid. s.v. μετὰ γάρ, cf. Gal.Nat.Fac.1.15: abs., Men.421.

German (Pape)

[Seite 980] mit rasen, Luc. salt. 83.

Greek (Liddell-Scott)

συμμαίνομαι: μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., μαίνομαι ὁμοῦ, συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.

French (Bailly abrégé)

être fou avec, τινι.
Étymologie: σύν, μαίνομαι.

Greek Monolingual

Α
διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»].

Greek Monotonic

συμμαίνομαι: αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. συμμέμηνα· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη μανία κάποιου, τινι, με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμμαίνομαι: (pf. 2 συμμέμηνα)
1) вместе безумствовать, вместе неистовствовать: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;
2) вместе шалить, дурачиться: καὶ συμμανῆναι δ᾽ ἔνια δεῖ Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μαίνομαι samen (met...) waanzinnig zijn, met dat.

Middle Liddell

aor. 2 συνεμάνην intr. perf. act. συμμέμηνα
Pass., to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.