ἐπεισπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισπηδάω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ [[ἐντός]], τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· [[μετὰ]] δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.
|lstext='''ἐπεισπηδάω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ [[ἐντός]], τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπηδάω Medium diacritics: ἐπεισπηδάω Low diacritics: επεισπηδάω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΗΔΑΩ
Transliteration A: epeispēdáō Transliteration B: epeispēdaō Transliteration C: epeispidao Beta Code: e)peisphda/w

English (LSJ)

A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.

German (Pape)

[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.

Greek Monotonic

ἐπεισπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ πάνω σε, εἴς τι, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπηδάω:
1) (вслед за кем-л.) соскакивать, спрыгивать (εἰς τὰς τάφρους Xen.);
2) устремляться, врываться Arph., Dem.

Middle Liddell

fut. -ήσομαι
to leap in upon, εἴς τι Xen.; absol., Ar.